Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. honneur [ɔnœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. honneur (fierté):
2. honneur (mérite):
3. honneur (privilège):
-  d'honneur escalier, cour
 -  
 
4. honneur (célébration):
II. honneurs ΟΥΣ αρσ πλ
honneurs αρσ πλ (distinction):
III. honneur [ɔnœʀ]
IV. honneur [ɔnœʀ]
I. Seigneur [sɛɲœʀ] ΟΥΣ αρσ
 
 στο λεξικό PONS
 
 honneur [ɔnœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. honneur sans πλ (principe moral):
3. honneur (privilège):
4. honneur πλ (marques de distinctions):
5. honneur (considération):
ιδιωτισμοί:
 
 honneur [ɔnœʀ] ΟΥΣ αρσ
3. honneur (privilège):
4. honneur πλ (marques de distinctions):
5. honneur (considération):
ιδιωτισμοί:
 
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
 - D.E.U.G.
 - D.J.
 - D.O.M.
 - D.O.M.-T.O.M.
 - d'honneur
 - dab
 - dacquois
 - dacron
 - dactyle
 - dactylique