Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
honourably βρετ, honorably αμερικ [βρετ ˈɒn(ə)rəb(ə)li, αμερικ ˈɑnər(ə)bli, ˈɑnrəbli] ΕΠΊΡΡ
- honourably acquit oneself, fight, withdraw
-
- honourably behave, marry
-
honorably ΕΠΊΡΡ αμερικ
honorably → honourably
honourably βρετ, honorably αμερικ [βρετ ˈɒn(ə)rəb(ə)li, αμερικ ˈɑnər(ə)bli, ˈɑnrəbli] ΕΠΊΡΡ
- honourably acquit oneself, fight, withdraw
-
- honourably behave, marry
-
στο λεξικό PONS
- honnêtement gérer une affaire
- honourably βρετ
- honnêtement gérer une affaire
- honorably αμερικ
- honnêtement gérer une affaire
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.