Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
honor ΟΥΣ ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
honor → honour
I. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΟΥΣ
1. honour (privilege):
2. honour (high principles):
II. honours ΟΥΣ ουσ πλ
III. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. honour (show respect for):
I. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΟΥΣ
1. honour (privilege):
2. honour (high principles):
II. honours ΟΥΣ ουσ πλ
III. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. honour (show respect for):
degree [βρετ dɪˈɡriː, αμερικ dəˈɡri] ΟΥΣ
1. degree:
2. degree:
3. degree ΠΑΝΕΠ:
4. degree (amount):
5. degree αμερικ ΝΟΜ:
στο λεξικό PONS
I. honour [ˈɒnəʳ] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
degree [dɪˈgri:] ΟΥΣ
I. honor [ˈa·nər] ΟΥΣ
degree [dɪ·ˈgri] ΟΥΣ
2. degree (extent):
3. degree (course of study):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- honor society
- honor system
- honour
- honourable
- honourable discharge
- honours degree
- Honours List
- hons
- hooch
- hood
- hooded