Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. affair [βρετ əˈfɛː, αμερικ əˈfɛr] ΟΥΣ
1. affair (event, incident, thing):
2. affair (matter):
3. affair:
II. affairs ΟΥΣ ουσ πλ
1. affairs:
- lamentable incident, affair, lack, loss
-


στο λεξικό PONS


affair [əˈfeəʳ, αμερικ -ˈfer] ΟΥΣ
1. affair (matter, business):
2. affair (sexual relationship):
- affair
- liaison θηλ
- clandestine affair
-
- unsuccessful candidate, affair
-


- clandestine affair
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aether
- AEU
- af
- AFA
- afar
- affair
- affect
- affectation
- affected
- affectedly
- affecting