Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sad [βρετ sad, αμερικ sæd] ΕΠΊΘ
1. sad person, face, voice, song, film, news:
- sad
-
2. sad (unfortunate):
3. sad (deplorable):
- sad attitude, situation
-
SAD [βρετ sad, αμερικ sæd] ΟΥΣ abrév
SAD → seasonal affective disorder
seasonal affective disorder, SAD ΟΥΣ ΙΑΤΡ
seasonal affective disorder, SAD ΟΥΣ ΙΑΤΡ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.