Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
seasonal [βρετ ˈsiːz(ə)n(ə)l, αμερικ ˈsiz(ə)nəl] ΕΠΊΘ
1. seasonal:
seasonal affective disorder, SAD ΟΥΣ ΙΑΤΡ
- seasonal/youth unemployment
-
-
- seasonal migration
-
- seasonal departures πλ
- saisonnier (saisonnière)
- seasonal
-
- seasonal worker
- les normales saisonnières ΜΕΤΕΩΡ
- seasonal averages
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- seasonal worker
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- seasonal/temperature variations