Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. travaill|eur (travailleuse) [tʀavajœʀ, øz] ΕΠΊΘ
1. travailleur (appliqué):
- travailleur (travailleuse) élève, employé
-
2. travailleur ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ:
- travailleur (travailleuse) classes, masses:
-
II. travaill|eur (travailleuse) [tʀavajœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- travailleur (travailleuse)
-
III. travailleuse ΟΥΣ θηλ
travailleuse θηλ (meuble):
IV. travaill|eur (travailleuse) [tʀavajœʀ, øz]
στο λεξικό PONS
-
- travailleur(-euse) αρσ (θηλ)
-
- travailleur(-euse) αρσ (θηλ)
-
- travailleur(-euse) αρσ (θηλ)
-
- travailleur(-euse) αρσ (θηλ)
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
travailleur αρσ
- travailleur saisonnier
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.