Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
day labourer βρετ, day laborer αμερικ ΟΥΣ
-
- journalier αρσ
dock labourer ΟΥΣ
dock labourer → dockworker
dockworker ΟΥΣ
-
- docker αρσ
farm labourer ΟΥΣ
farm labourer → farmworker
farmworker ΟΥΣ
- migrant labour, labourer
-
στο λεξικό PONS
-
- labourer βρετ
-
- laborer αμερικ
- journalier (-ière)
-
- journalier (-ière)
- day laborer αμερικ
-
- labourer βρετ
-
- laborer αμερικ
-
- laborer αμερικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.