Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
chômage [ʃomaʒ] ΟΥΣ αρσ
- chômage
-
- s'inscrire au chômage
-
- s'inscrire au chômage
-
-
- redundancy βρετ
- chômage conjoncturel, chômage cyclique
-
- chômage structurel
-
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
- traitement social (du chômage)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.