Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
allocation [al(l)ɔkasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. allocation (action):
- allocation
- allocation
- allocation
-
2. allocation (somme):
3. allocation ΧΡΗΜΑΤΟΠ (de prêt):
Allocations familiales Info
στο λεξικό PONS
allocation [alɔkasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ (somme)
allocation [alɔkasjo͂] ΟΥΣ θηλ (somme)
- allocation personnelle d'autonomie
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.