Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
invalidité [ɛ̃validite] ΟΥΣ θηλ
1. invalidité ΙΑΤΡ:
2. invalidité ΝΟΜ:
-
- d'invalidité
-
- allocation θηλ d'invalidité
-
- pension θηλ d'invalidité
-
- supplément αρσ d'invalidité
-
- invalidité θηλ
-
- d'invalidité
στο λεξικό PONS
invalidité [ɛ̃validite] ΟΥΣ θηλ
1. invalidité d'une personne:
- pension d'invalidité
-
2. invalidité ΝΟΜ:
- prestations d'invalidité
-
-
- invalidité θηλ
-
- invalidité θηλ
invalidité [ɛ͂validite] ΟΥΣ θηλ
1. invalidité d'une personne:
- pension d'invalidité
-
2. invalidité ΝΟΜ:
-
- invalidité θηλ
-
- invalidité θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'invalidité
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique