I. allogène [al(l)ɔʒɛn] ΕΠΊΘ
allogène population, peuple:
- allogène
-
II. allogène [al(l)ɔʒɛn] ΟΥΣ αρσ θηλ
- allogène
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.