Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
structur|el (structurelle) [stʀyktyʀɛl] ΕΠΊΘ
- structurel (structurelle)
-
- plan d'ajustement structurel
-
- chômage structurel
-
- structural problem, change, reform
- structurel/-elle
-
- structurel/-elle, structural
-
- structurel/-elle
-
- chômage αρσ structurel
στο λεξικό PONS
structurel(le) [stʀyktyʀɛl] ΕΠΊΘ
- structurel(le)
-
-
- structurel(le)
structurel(le) [stʀyktyʀɛl] ΕΠΊΘ
- structurel(le)
-
-
- structurel(le)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.