Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
variation [βρετ vɛːrɪˈeɪʃ(ə)n, αμερικ ˌvɛriˈeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. variation (change):
2. variation:
στο λεξικό PONS
variation [ˌveəriˈeɪʃən, αμερικ ˌveriˈ-] ΟΥΣ no πλ a. ΜΟΥΣ
variation [ˌver·i·ˈeɪ·ʃ ə n] ΟΥΣ a. ΜΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.