Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
grammatic|al (grammaticale) <αρσ πλ grammaticaux> [ɡʀamatikal, o] ΕΠΊΘ
- grammatical (grammaticale)
-
- tolérances grammaticales/orthographiques
-
- mot grammatical ΓΛΩΣΣ
-
στο λεξικό PONS
grammatical(e) <-aux> [gʀamatikal, o] ΕΠΊΘ
grammatical(e) <-aux> [gʀamatikal, -o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- graisseur
- graisseux
- graminacées
- graminée
- graminées
- grammaticales
- grammaticalité
- gramme
- gramophone
- grand
- grand-angle