Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
anxious [βρετ ˈaŋ(k)ʃəs, αμερικ ˈæŋ(k)ʃəs] ΕΠΊΘ
1. anxious (worried):
2. anxious (causing worry):
- anxious moment, time
-
- to be unjustifiably anxious/critical
-
- desperately poor, hungry, anxious
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.