Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
desperately [βρετ ˈdɛsp(ə)rətli, αμερικ ˈdɛsp(ə)rətli] ΕΠΊΡΡ
1. desperately:
- desperately plead, struggle, fight
-
- desperately look
-
- desperately love
-
2. desperately (as intensifier):
- desperately poor, hungry, anxious
-
στο λεξικό PONS
-
- desperately
-
- desperately
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.