Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
talent [βρετ ˈtalənt, αμερικ ˈtælənt] ΟΥΣ
1. talent (gift):
2. talent (ability):
- talent
- talent αρσ (for doing pour faire)
3. talent βρετ οικ:
4. talent ΙΣΤΟΡΊΑ (unit of money):
- talent
- talent αρσ
- talent d'improvisateur
- talent for improvisation
στο λεξικό PONS
- talent
- talent
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.