Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
talent [talɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. talent (aptitude):
2. talent (personne douée):
3. talent ΙΣΤΟΡΊΑ (monnaie):
- talent
- talent
- talent d'improvisateur
- talent for improvisation
στο λεξικό PONS
-
- talent αρσ artistique
-
- talent αρσ
-
- talent αρσ
-
- talent αρσ parfait
-
- talent αρσ
-
- talent αρσ
- talent
- talent αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.