honourably, honorably [βρετ ˈɒn(ə)rəb(ə)li, αμερικ ˈɑnər(ə)bli, ˈɑnrəbli] ΕΠΊΡΡ
- honourably acquit oneself, fight, withdraw
-
- honourably behave
-
honorably
honorably → honourably
honourably, honorably [βρετ ˈɒn(ə)rəb(ə)li, αμερικ ˈɑnər(ə)bli, ˈɑnrəbli] ΕΠΊΡΡ
- honourably acquit oneself, fight, withdraw
-
- honourably behave
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.