Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
paix <πλ paix> [pɛ] ΟΥΣ θηλ
1. paix:
- paix ΠΟΛΙΤ, ΣΤΡΑΤ
-
2. paix (calme intérieur):
3. paix (tranquillité):
- paix
-
-
- paix θηλ
-
- paix θηλ
-
- paix θηλ
στο λεξικό PONS
paix [pɛ] ΟΥΣ θηλ
1. paix (↔ guerre, entente):
- paix
-
3. paix (tranquillité):
-
- paix θηλ
paix [pɛ] ΟΥΣ θηλ
1. paix (↔ guerre, entente):
- paix
-
3. paix (tranquillité):
-
- paix θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.