Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
uneasy [βρετ ʌnˈiːzi, αμερικ ˌənˈizi] ΕΠΊΘ
1. uneasy (worried):
- uneasy conscience
-
2. uneasy (precarious):
3. uneasy (worrying):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.