Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
aisé (aisée) [eze] ΕΠΊΘ
1. aisé (simple):
2. aisé (cossu):
I. aise [ɛz] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
II. aise [ɛz] ΟΥΣ θηλ (contentement)
III. aises ΟΥΣ θηλ πλ
IV. à l'aise
à l'aise phrase:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Kuwait
- kW
- K-way
- kWh
- kyrie eleison
- l'aise
- l'Entente Cordiale
- la
- là
- là-bas
- label