Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
counsellor, counselor αμερικ [βρετ ˈkaʊns(ə)lə, αμερικ ˈkaʊns(ə)lər] ΟΥΣ
1. counsellor (adviser):
- counsellor
-
- trained counsellor
-
2. counsellor αμερικ ΣΧΟΛ:
- counsellor
-
- conseiller (conseillère)
- counsellor βρετ
-
- commercial counsellor βρετ
-
- cultural counsellor βρετ
-
- minister counsellor
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- counsellor
-
- counsellor
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.