coun·sel·lor [ˈkaʊn(t)sələʳ], coun·se·lor ΟΥΣ
1. counsellor (advisor):
- counsellor
-
- counsellor
-
2. counsellor αμερικ (lawyer):
- counsellor
-
ˈjob coun·sel·lor ΟΥΣ
- job counsellor
-
mar·riage ˈguid·ance coun·sel·lor ΟΥΣ βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.