Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
debt collector ΟΥΣ
collector [βρετ kəˈlɛktə, αμερικ kəˈlɛktər] ΟΥΣ
debt [βρετ dɛt, αμερικ dɛt] ΟΥΣ
1. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
στο λεξικό PONS
collector ΟΥΣ
1. collector (one who gathers objects):
2. collector (one who collects payments):
collector ΟΥΣ
1. collector (one who gathers objects):
-
- philatéliste αρσ θηλ
2. collector (one who collects payments):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.