Oxford Spanish Dictionary
eagerly [αμερικ ˈiɡərli, βρετ ˈiːɡəli] ΕΠΊΡΡ
- eagerly accept/agree
-
- eagerly await/look forward to
-
- eagerly await/look forward to
-
- an eagerly anticipated event
-
-
- eagerly
-
- eagerly
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.