Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
oreille [ɔʀɛj] ΟΥΣ θηλ
1. oreille ΑΝΑΤ:
2. oreille (ouïe):
3. oreille (personne):
5. oreille (de serviette, ballot):
ιδιωτισμοί:
I. sourd (sourde) [suʀ, suʀd] ΕΠΊΘ
1. sourd ΙΑΤΡ:
2. sourd (insensible):
3. sourd (étouffé):
4. sourd (diffus):
IV. sourd (sourde) [suʀ, suʀd]
II. puce [pys] ΟΥΣ θηλ
IV. puce [pys]
I. fendre [fɑ̃dʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fendre (couper):
2. fendre (ouvrir):
3. fendre (déchirer) μτφ:
II. se fendre ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
3. se fendre (faire un effort financier):
dormir [doʀmiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. dormir ΦΥΣΙΟΛ:
2. dormir (être au repos):
3. dormir ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
I. affamé (affamée) [afame] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
affamé → affamer
II. affamé (affamée) [afame] ΕΠΊΘ
III. affamé (affamée) [afame] ΟΥΣ αρσ (θηλ) κυριολ, ειρων
στο λεξικό PONS
oreille [ɔʀɛj] ΟΥΣ θηλ
2. oreille (ouïe):
ιδιωτισμοί:
oreille [ɔʀɛj] ΟΥΣ θηλ
2. oreille (ouïe):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'oreille
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique