Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sleepy [βρετ ˈsliːpi, αμερικ ˈslipi] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
sleepy <-ier, -iest> [ˈsli:pi] ΕΠΊΘ
2. sleepy (very quiet):
- sleepy
-
sleepy <-ier, -iest> [ˈsli·pi] ΕΠΊΘ
2. sleepy (very quiet):
- sleepy town, afternoon
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.