στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 Sleepy [βρετ ˈsliːpi, αμερικ ˈslipi]
-  Sleepy
 -  
 
 
 -  assonnato persona, voce, occhi
 -  sleepy
 
-  
 -  sleepy
 
-  sonnacchioso occhi, persona
 -  sleepy
 
-  
 -  sleepy
 
-  sonnolento cittadina
 -  sleepy
 
-  
 -  Sleepy
 
-  sonnecchiare città:
 -  
 
στο λεξικό PONS
 
 sleepy <-ier, -iest> [ˈsli:·pi] ΕΠΊΘ
1. sleepy (drowsy):
-  sleepy
 -  sonnolento, -a
 
2. sleepy (quiet):
-  sleepy village
 -  sonnolento, -a
 
-  rather sleepy
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- rather sleepy