Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sensible [sɑ̃sibl] ΕΠΊΘ
1. sensible (non indifférent):
2. sensible (qui perçoit):
3. sensible:
4. sensible (notable):
II. sensible [sɑ̃sibl] ΟΥΣ αρσ θηλ
στο λεξικό PONS
sensible [sɑ̃sibl] ΕΠΊΘ
1. sensible (émotif, fragile, ↔ indifférent, délicat):
2. sensible (perceptible):
sensible [sɑ͂sibl] ΕΠΊΘ
1. sensible (émotif, fragile, ↔ indifférent, délicat):
2. sensible (perceptible):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.