Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
aware [əˈweəʳ, αμερικ -ˈwer] ΕΠΊΘ
1. aware (knowing):
3. aware (well-informed):
- to be ecologically aware
-
aware [ə·ˈwer] ΕΠΊΘ
1. aware (knowing):
3. aware (well-informed):
- to be ecologically aware
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.