στο λεξικό PONS
aware [əˈweəʳ, αμερικ -ˈwer] ΕΠΊΘ
1. aware κατηγορ (knowing):
2. aware κατηγορ (physically sensing):
3. aware (well informed):
4. aware child:
- aware
-
cost-aˈware ΕΠΊΘ
- cost-aware
-
self-aˈware ΕΠΊΘ
- self-aware
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
environmentally aware
- environmentally aware
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.