pain·ful·ly [ˈpeɪnfəli] ΕΠΊΡΡ
1. painfully (suffering pain):
2. painfully (unpleasantly):
3. painfully (extremely):
-
- painfully
-
- painfully
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.