Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. sore [βρετ sɔː, αμερικ sɔr] ΟΥΣ
- sore
- plaie θηλ
II. sore [βρετ sɔː, αμερικ sɔr] ΕΠΊΘ
1. sore (sensitive):
- sore eyes, throat, nose, gums
-
- sore muscle, tendon, arm, foot
-
2. sore (peeved):
4. sore (delicate) προσδιορ:
- sore subject, point
-
-
- sore
στο λεξικό PONS
I. sore [sɔ:ʳ, αμερικ sɔ:r] ΕΠΊΘ
3. sore οικ (angry):
I. sore [sɔr] ΕΠΊΘ
3. sore οικ (angry):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.