στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. sore [βρετ sɔː, αμερικ sɔr] ΟΥΣ
- sore
- piaga θηλ
II. sore [βρετ sɔː, αμερικ sɔr] ΕΠΊΘ
1. sore (sensitive):
- sore eyes, throat, nose, gums
-
- sore muscle, tendon
-
- sore arm, foot
-
2. sore αμερικ (peeved):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.