Oxford Spanish Dictionary
 
  
 I. sore <sorer [ˈsɔːrər, ˈsɔːrə(r)], sorest [ˈsɔːrəst, ˈsɔːrɪst]> [αμερικ sɔr, βρετ sɔː] ΕΠΊΘ
1. sore (painful):
2. sore (angry) αμερικ οικ:
II. sore [αμερικ sɔr, βρετ sɔː] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
 
  
 I. sore [sɔ:ʳ, αμερικ sɔ:r] ΕΠΊΘ
 
  
 I. sore [sɔr] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 