Oxford Spanish Dictionary
afraid [αμερικ əˈfreɪd, βρετ əˈfreɪd] ΕΠΊΘ pred
1. afraid (scared):
στο λεξικό PONS
afraid [ə·ˈfreɪd] ΕΠΊΘ
1. afraid (scared):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.