Oxford Spanish Dictionary
afloat [αμερικ əˈfloʊt, βρετ əˈfləʊt] ΕΠΊΘ pred
1.1. afloat (on water):
1.2. afloat (successful, operational):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.