afloat [əˈfləʊt] ΕΠΊΘ
2. afloat (aboard):
-  afloat
 -  
 
3. afloat (out of debt):
-  afloat
 -  
 
4. afloat (flooded):
-  afloat
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.