Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. afloat [βρετ əˈfləʊt, αμερικ əˈfloʊt] ΕΠΊΘ
II. afloat [βρετ əˈfləʊt, αμερικ əˈfloʊt] ΕΠΊΡΡ
1. afloat (in water):
2. afloat (financially):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.