Oxford Spanish Dictionary
chronic [αμερικ ˈkrɑnɪk, βρετ ˈkrɒnɪk] ΕΠΊΘ
1. chronic ΙΑΤΡ:
- chronic
-
2. chronic:
- chronic unemployment/shortages
-
- chronic smoker/liar
-
στο λεξικό PONS
chronic [ˈkran·ɪk] ΕΠΊΘ
2. chronic (habitual):
- chronic liar
- empedernido, -a
- crónico (-a)
- chronic
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.