στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 chronic [βρετ ˈkrɒnɪk, αμερικ ˈkrɑnɪk] ΕΠΊΘ
1. chronic ΙΑΤΡ:
-  chronic illness, state
-  
2. chronic μτφ:
-  chronic liar
-  
-  chronic problem, situation, shortage
-  
3. chronic βρετ (bad):
-  chronic οικ
-  
 
  
 -  
-  chronic
-  cronico problema, situazione, carenza
-  chronic
-  cronico bugiardo
-  chronic
-  
-  chronic bronchitis
-  
-  chronic
-  
-  chronic, contagious diseases
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
