στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. risentito [risenˈtito] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
risentito → risentire
II. risentito [risenˈtito] ΕΠΊΘ (irritato)
I. risentire [risenˈtire] ΡΉΜΑ μεταβ
II. risentire [risenˈtire] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere
1. risentire (avvertire gli effetti):
III. risentirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
IV. risentire [risenˈtire]
- resentful person
-
- resentful look
- risentito
- resentfully reply
-
- bitter person
- amareggiato, sdegnato, risentito
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.