στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. irritato [irriˈtato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
irritato → irritare
II. irritato [irriˈtato] ΕΠΊΘ
I. irritare [irriˈtare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. irritare (infastidire):
-
- irritato, esasperato (at, by da)
-
- irritato
-
- irritato, contrariato (with da)
-
- irritato
- a frustrated President told reporters… ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.