στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
irritable [βρετ ˈɪrɪtəb(ə)l, αμερικ ˈɪrədəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- irritable
-
- irritable
-
- she was uncharacteristically quiet, irritable
-
- fegatoso μτφ
- irritable
-
- irritable
- alterabile persona
- irritable
-
- irritable
-
- an irritable disposition
- insofferente temperamento, carattere
- irritable
- spigoloso carattere
- irritable
- stizzoso persona
- irritable
στο λεξικό PONS
irritable [ˈɪ·rɪ·tə·bl] ΕΠΊΘ
- irritable person
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.