στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. aggrieved [βρετ əˈɡriːvd, αμερικ əˈɡrivd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
aggrieved → aggrieve
II. aggrieved [βρετ əˈɡriːvd, αμερικ əˈɡrivd] ΕΠΊΘ
1. aggrieved ΝΟΜ:
- aggrieved
-
2. aggrieved (resentful):
- aggrieved
-
aggrieve [əˈɡriːv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. aggrieve σπάνιο:
aggrieve [əˈɡriːv] ΡΉΜΑ μεταβ
1. aggrieve σπάνιο:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.