Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. sore [βρετ sɔː, αμερικ sɔr] ΕΠΊΘ
1. sore (sensitive):
2. sore (peeved):
throat [βρετ θrəʊt, αμερικ θroʊt] ΟΥΣ
1. throat ΑΝΑΤ:
2. throat ΤΕΧΝΟΛ:
στο λεξικό PONS
I. sore [sɔ:ʳ, αμερικ sɔ:r] ΕΠΊΘ
3. sore οικ (angry):
I. sore [sɔr] ΕΠΊΘ
3. sore οικ (angry):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.