Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cr|eux (creuse) [kʀø, øz] ΕΠΊΘ
1. creux (vide à l'intérieur):
2. creux (concave):
3. creux (vide de sens):
II. cr|eux (creuse) [kʀø, øz] ΕΠΊΡΡ
III. cr|eux <πλ creux> ΟΥΣ αρσ
1. cr|eux (légère dépression):
2. cr|eux (petite faim) οικ:
4. cr|eux (sur un graphique):
στο λεξικό PONS
creux [kʀø] ΟΥΣ αρσ
creux (-euse) [kʀø, -øz] ΕΠΊΘ
2. creux (vain):
- creux (-euse) paroles
-
3. creux (concave):
- creux (-euse)
-
-
- creux αρσ
-
- creux
-
- creux αρσ
-
- creux αρσ
-
- creux αρσ
creux (-euse) [kʀø, -øz] ΕΠΊΘ
-
- creux αρσ
-
- creux
-
- creux αρσ
-
- creux αρσ
-
- creux αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.