Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. mur [myʀ] ΟΥΣ αρσ
1. mur (gén):
- mur ΑΡΧΙΤ, ΟΙΚΟΔ
-
II. murs ΟΥΣ αρσ πλ
III. mur [myʀ]
I. mûr (mûre, mure) [myʀ] ΕΠΊΘ
2. mûr (intellectuellement):
3. mûr (psychologiquement):
4. mûr (adulte):
III. mûr (mûre, mure) [myʀ]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.